Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ ὑπερέχοντες

См. также в других словарях:

  • ὑπερέχοντες — ὑπερέχω hold over pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσάρις — ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) (ιδίως στον πληθ.) οι περισσάροι αυτοί που έχουν πολλά προτερήματα, περίσσιες χάρες, οι υπερέχοντες, οι προέχοντες, οι εξέχοντες («μα σαν οπού πολλές φορές αυτοίν οι περισσάροι κομπώνουνται και πιάνουνται στο δίχτυ σαν το… …   Dictionary of Greek

  • υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»